δοκιμαζω

δοκιμαζω
    δοκιμάζω
    δοκῐμάζω
    1) пробовать, испытывать, проверять
    

(τινά Thuc., Xen., Isocr., Arst. и τι Isocr., Arst.)

    2) (в результате проверки) признавать годным, одобрять, утверждать
    

(τινά Arst., Plut. и τι Plat., Arst., Dem., Plut.)

    δεδοκιμασμένος (sc. ἱππεύειν) Lys. — признанный годным к службе в коннице;
    ἵπποι καὴ ἱππεῖς ἐδοκιμάσθησαν εἰς πεντήκοντα Xen. — было отобрано 50 лошадей и всадников;
    τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Thuc. — у древних это было сочтено или считалось правильным

    3) считать нужным, важным
    

(οὐκ ἐδοκίμασαν θεὸν ἔχειν ἐν ἐπιγνώσει NT.)

    οὐκ ἐδοκίμαζε φράζειν αὑτόν, ὅστις εἴη, πρότερος Plut. — он не пожелал сразу же открыть, кто он такой

    4) (в Афинах) подвергать докимасии, т.е. гражданско-правовой проверке
    

δοκιμασθείς (sc. εἰς ἄνδρας) Lys. — внесенный в списки совершеннолетних, достигший совершеннолетия;

    δοκιμασθεὴς ἀρχέτω κατὰ νόμον Plat. — прошедший проверку пусть управляет согласно закону


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Полезное


Смотреть что такое "δοκιμαζω" в других словарях:

  • δοκιμάζω — assay pres subj act 1st sg δοκιμάζω assay pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάζω — δοκιμάζω, δοκίμασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δοκιμάζω — και δικιμάζω (AM δοκιμάζω Μ και δικιμάζω) [δόκιμος] 1. υποβάλλω σε δοκιμή, εξετάζω την ποιότητα ή τη γνησιότητα («δοκιμάζει τα κρασιά», «τοὺς οἴνους δοκιμάζοντες») 2. υποβάλλω σε δοκιμασία για να ελέγξω την ύπαρξη κάποιας ιδιότητας («δοκιμάζει… …   Dictionary of Greek

  • δοκιμάζω — δοκίμασα, δοκιμάστηκα, δοκιμασμένος 1. ελέγχω την ποιότητα: Δοκίμασε το ρούχο πριν το αγοράσεις. 2. προσπαθώ, επιχειρώ: Δοκίμασε να κάνεις δίαιτα. 3. υφίσταμαι, υποφέρω: Δοκιμάστηκε πολύ στη ζωή του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δεδοκιμασμένα — δοκιμάζω assay perf part mp neut nom/voc/acc pl δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc/acc dual δεδοκιμασμένᾱ , δοκιμάζω assay perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάζεσθε — δοκιμάζω assay pres imperat mp 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind mp 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάζετε — δοκιμάζω assay pres imperat act 2nd pl δοκιμάζω assay pres ind act 2nd pl δοκιμάζω assay imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάζῃ — δοκιμάζω assay pres subj mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres ind mp 2nd sg δοκιμάζω assay pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάσει — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd sg (epic) δοκιμάζω assay fut ind mid 2nd sg δοκιμάζω assay fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάσουσιν — δοκιμάζω assay aor subj act 3rd pl (epic) δοκιμάζω assay fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δοκιμάζω assay fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δοκιμάσω — δοκιμάζω assay aor subj act 1st sg δοκιμάζω assay fut ind act 1st sg δοκιμάζω assay aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»